Οι πρόσφατες τεχνολογικές εξελίξεις στον χώρο της τεχνητής νοημοσύνης (AI) με την καινοτόμο ανάπτυξη της «Γενετικής Τεχνητής Νοημοσύνης» (Generative AI), έχουν αναπόδραστα προκαλέσει σημαντικές αλλαγές στον κλάδο του νομικού επαγγέλματος. Η μορφή αυτή τεχνητής νοημοσύνης αφορά ένα μοντέλο μηχανικής μάθησης, το οποίο έχει τη δυνατότητα να παράγει νέο λεκτικό, οπτικό ή ακουστικό περιεχόμενο, βασιζόμενο σε προηγούμενα δεδομένα.
Παρά τις προκλήσεις που εγείρει η χρήση του, η ένταξη αυτού του μοντέλου τεχνητής νοημοσύνης στον χώρο της παροχής νομικών υπηρεσιών είναι καίριας σημασίας για την βελτίωση της ποιότητας των εν λόγω υπηρεσιών από επαγγελματίες νομικούς και της απόδοσης δικαιοσύνης, σε ένα μάλλον «απαρχαιωμένο» πλέον δικαστικό σύστημα.
(Α) Πλεονεκτήματα της Τεχνητής Νοημοσύνης στον χώρο των νομικών επαγγελμάτων
Ειδικά στο πεδίο της άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος, η χρήση της τεχνητής νοημοσύνης αποτελεί πρωτεύον εργαλείο για την αύξηση της παραγωγικότητας των νομικών επαγγελματιών, κυρίως λόγω εξοικονόμησης χρόνου και περιορισμού ενασχόλησης με ήσσονος σημασίας νομικά ζητήματα ή και διοικητικά καθήκοντα. Πιο συγκεκριμένα, τα σύγχρονα εργαλεία τεχνητής νοημοσύνης παρέχουν τη δυνατότητα διεξαγωγής νομικής έρευνας μέσα από εκτενείς βάσεις δεδομένων νομοθεσίας, νομολογίας και νομικών κειμένων μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, επιταχύνοντας αποτελεσματικά τη νομική έρευνα και βελτιώνοντας την αποτελεσματικότητα αυτής, ενδεικτικά μέσω του εντοπισμού δεδικασμένου επί ενός νομικού ζητήματος ή και συναφών δικαστικών αποφάσεων επί μιας εκκρεμούς δικαστικής υπόθεσης. Ταυτόχρονα, μια από τις καινοτομίες της τεχνητής νοημοσύνης είναι και η αυτόματη σύνταξη πρωτότυπων συμβατικών νομικών κειμένων, ακόμη και δικογράφων, καθώς και η αυτοματοποιημένη επεξεργασία και διόρθωση αυτών, με αποτέλεσμα τη μείωση του χρόνου που απαιτείται για την σύνταξη και επισκόπηση τους.
Ήδη, πλήθος δικηγορικών και συμβουλευτικών εταιριών ανά τον κόσμο έχουν επενδύσει στην υιοθέτηση και χρήση εργαλείων τεχνητής νοημοσύνης, με σκοπό την βελτίωση της παροχής των υπηρεσιών τους, όπως ενδεικτικά το Lexis+ AI, το Harvey AI και το CoCounsel AI.
Παράλληλα, μια από τις δυνατότητες που προσφέρει πλέον η τεχνητή νοημοσύνη είναι και η λεγόμενη «προγνωστική ανάλυση», η οποία συνίσταται στη δυνατότητα ενός αλγόριθμου ΑΙ να αναλύει ιστορικά δεδομένα δικαστικών υποθέσεων με σκοπό την πρόβλεψη ενός πιθανού αποτελέσματος δικαστικής διαμάχης. Κάτι τέτοιο θα επέτρεπε την στρατηγική στάθμιση συμφερόντων πριν την «άσκοπη» και ταυτόχρονα δαπανηρή σε βάρος του εντολέα, προσφυγή στα δικαστήρια, συμβάλλοντας έτσι στη μείωση του όγκου των ήδη συσσωρευμένων υποθέσεων ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων.
Όσον αφορά τη λειτουργία του δικαστικού συστήματος, τα εργαλεία τεχνητής νοημοσύνης θα μπορούσαν αποτελεσματικά να μειώσουν την σημαντική καθυστέρηση στην έκδοση δικαστικών αποφάσεων, παρέχοντας δεδομένα σχετικά με τον όγκο των εκκρεμών υποθέσεων καθώς και τον εκτιμώμενο χρόνο έκδοσης αποφάσεων, επιτρέποντας έτσι την κατάλληλη διαχείριση του φόρτου εργασίας και την αποτελεσματικότερη διοικητική λειτουργία των δικαστηρίων.
Σε έναν κόσμο που αλλάζει ταχύτατα η τεχνητή νοημοσύνη θα μπορούσε να υποκαταστήσει ένα σημαντικό μέρος των εργασιών ενός νομικού, παρέχοντας στην πραγματικότητα τη δυνατότητα πλήρους αναδιαμόρφωσης του κλάδου. Η υιοθέτηση της θα επιτρέψει στους επαγγελματίες νομικούς να επικεντρωθούν σε τεχνικές διαπραγμάτευσης και στην ανάπτυξη στρατηγικής σε νομικές υποθέσεις υψηλών απαιτήσεων και προδιαγραφών, ενώ θα τους παρέχει επιπλέον τη δυνατότητα να επενδύσουν στην ενίσχυση των σχέσεων με τους πελάτες τους και στη βελτίωση της ποιότητας των υπηρεσιών τους. Εξάλλου, η ανθρώπινη παρέμβαση θα είναι σε κάθε περίπτωση αναγκαία προκειμένου να εξασφαλίζεται η ακρίβεια και η εγκυρότητα των δεδομένων που παράγονται από τις εφαρμογές της τεχνητής νοημοσύνης.
Ωστόσο, παρά τον κρίσιμο ρόλο της στον μετασχηματισμό του νομικού κλάδου, η τεχνητή νοημοσύνη εγείρει εύλογους προβληματισμούς ιδίως αναφορικά με την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, το δικαίωμα στην ιδιωτικότητα, την προστασία προσωπικών δεδομένων, τη διαφάνεια και την πιθανή δημιουργία διακρίσεων («αλγοριθμική προκατάληψη»). Για αυτόν τον λόγο, πρωτεύων στόχος θα πρέπει να είναι η εξισορρόπηση των πιθανών κινδύνων από την χρήση της με τα αδιαμφισβήτητα οφέλη της μέσω της υιοθέτησης ενός αποτελεσματικού νομικού πλαισίου που θα μπορεί να διασφαλίσει την ορθή χρήση και ωφέλιμη λειτουργία της.
(Β) Ρυθμιστικό πλαίσιο των συστημάτων Τεχνητής Νοημοσύνης – Νέος Κανονισμός (ΕΕ) 2024/1689
Ήδη, με την ψήφιση του πλέον πρόσφατου Κανονισμού (ΕΕ) 2024/1689 (ο «Κανονισμός»), ο οποίος δημοσιεύθηκε την 12.07.2024 στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εισήχθη για πρώτη φορά ένα ενιαίο ρυθμιστικό πλαίσιο για την τεχνητή νοημοσύνη (ΤΝ).
Πρόκειται για έναν Κανονισμό – ορόσημο, ο οποίος υιοθετεί μία ανθρωποκεντρική προσέγγιση που προστατεύει τα θεμελιώδη δικαιώματα και τις ελευθερίες του ανθρώπου, προωθώντας παράλληλα, την καινοτομία και τις επενδύσεις στον τομέα του ΑΙ. Το μεγαλύτερο μέρος των διατάξεων του Κανονισμού πρόκειται να τεθεί σε εφαρμογή σε όλα τα κράτη-μέλη της Ένωσης από τις 2 Αυγούστου 2026.
Ειδικότερα, ο Κανονισμός εισάγει ένα σύστημα αξιολόγησης των συστημάτων ΤΝ με βάση το επίπεδο κινδύνου και θεσπίζει αντίστοιχα υποχρεώσεις για τους παρόχους, οι οποίοι διαθέτουν στην αγορά ή θέτουν σε λειτουργία συστήματα ΤΝ, τους εισαγωγείς, διανομείς και κατασκευαστές των προϊόντων αυτών καθώς και τους φορείς εφαρμογής συστημάτων ΤΝ, δηλαδή κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που χρησιμοποιεί συστήματα ΤΝ υπό την ευθύνη του.
Μεταξύ των υποχρεώσεων που θεσπίζει ο Κανονισμός περιλαμβάνονται η διασφάλιση της ποιότητας των δεδομένων που εισάγονται στο σύστημα, η διαφάνεια, η ακρίβεια και η ασφάλεια των συστημάτων.
Ειδικά ως προς την χρήση των συστημάτων ΤΝ στον χώρο των νομικών επαγγελμάτων και της δικαστηριακής πρακτικής, κρίσιμες είναι οι ακόλουθες ρυθμίσεις που εισάγει ο Κανονισμός:
(i) Συστήματα ΤΝ υψηλού κινδύνου (άρθρο 6)
O Κανονισμός ταξινομεί ορισμένα συστήματα ΤΝ ως υψηλού κινδύνου, τα οποία υπόκεινται σε αυστηρές διαδικασίες αξιολόγησης και διαχείρισης κινδύνων (άρθρο 6 του Κανονισμού).
Προκειμένου ένα σύστημα να θεωρηθεί υψηλού κινδύνου, πρέπει καταρχήν να ενέχει σημαντικό κίνδυνο βλάβης για την υγεία, την ασφάλεια ή τα θεμελιώδη δικαιώματα φυσικών προσώπων και να επηρεάζει ουσιωδώς το αποτέλεσμα της λήψης αποφάσεων. Μεταξύ άλλων, ως συστήματα υψηλού κινδύνου θεωρούνται τα συστήματα ΤΝ «που προορίζονται να χρησιμοποιηθούν από δικαστική αρχή ή για λογαριασμό της για τη συνδρομή προς δικαστική αρχή κατά την έρευνα και την ερμηνεία των πραγματικών περιστατικών και του νόμου και κατά την εφαρμογή του νόμου σε συγκεκριμένο σύνολο πραγματικών περιστατικών ή να χρησιμοποιηθούν με παρεμφερή τρόπο σε εναλλακτική επίλυση διαφορών» (αρ. 6 παρ. 2 Κανονισμού).
Τα συστήματα ΤΝ υψηλού κινδύνου πρέπει να συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις του θέτει ο Κανονισμός (άρθρο 8). Στο πλαίσιο αυτό, θεσπίζεται ένα ολοκληρωμένο σύστημα διαχείρισης κινδύνου σε σχέση με τα συστήματα ΤΝ υψηλού κινδύνου, μέσω του οποίου καταγράφονται και αξιολογούνται οι κίνδυνοι, τηρούνται αρχεία καταγραφής συμβάντων, κοινοποιούνται στοιχεία σε ειδικούς φορείς και τίθενται υποχρεώσεις στα συνδεόμενα πρόσωπα. Ειδικότερα, οι πάροχοι των συστημάτων αυτών θα πρέπει να συμμορφώνονται με απαιτήσεις όπως:
- Την εκπόνηση ανάλυσης κινδύνων και την εφαρμογή μέτρων μετριασμού.
- Την τήρηση προτύπων ποιότητας, ασφάλειας και διαφάνειας και
- Τη διασφάλιση της ανθρώπινης εποπτείας και επεξεργασίας των αποφάσεων που λαμβάνονται από τα συστήματα ΤΝ.
(ii) Ρυθμίσεις για Μοντέλα Γενικού Σκοπού
Ο Κανονισμός εισάγει, επίσης, ρυθμίσεις για τα μοντέλα γενικού σκοπού (άρθρο 51), προς το σκοπό της ενίσχυσης της διαφάνειας και την αποτροπή της κατάχρησης. Τα μοντέλα ΤΝ γενικού σκοπού (μοντέλα που έχουν εκπαιδευτεί με μεγάλο όγκο δεδομένων, τα οποία χρησιμοποιούν αυτοεποπτεία σε κλίμακα, παρουσιάζουν σημαντική γενικότητα και εκτελούν αποτελεσματικά ευρύ φάσμα διακριτών καθηκόντων – άρθρο 3 παρ. 63), ταξινομούνται υπό προϋποθέσεις ως μοντέλα με συστημικό κίνδυνο, τα οποία πρέπει να πληρούν συγκεκριμένες απαιτήσεις διαφάνειας και λογοδοσίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα των μοντέλων γενικού σκοπού είναι τα γνωστά και ήδη ευρέως χρησιμοποιούμενα ΑΙ chatbots.
Προς εξασφάλιση της τήρησης των ανωτέρω υποχρεώσεων, ο Κανονισμός θεσπίζει ένα σύστημα κυρώσεων με επιβολή διοικητικών προστίμων σε περίπτωση παράβασης αυτών, ενώ επιτρέπει στα κράτη-μέλη να εισάγουν και πρόσθετες κυρώσεις. Το ύψος του επιβαλλόμενου προστίμου εξαρτάται από το είδος της παράβασης και υπολογίζεται είτε ως σταθερό ποσό είτε ως ποσοστό του συνολικού ετήσιου κύκλου εργασιών, ανάλογα με το ποιο από τα δύο ποσά είναι μεγαλύτερο.
Ενόψει των ανωτέρω, ο νέος Κανονισμός (ΕΕ) 2024/1689 για την τεχνητή νοημοσύνη αποτελεί ένα αποφασιστικό βήμα και ίσως μια πρώτη «απόπειρα» για τη ρύθμιση μίας νέας τεχνολογίας που εξελίσσεται ραγδαία. Απώτερος στόχος της εφαρμογής του είναι η διασφάλιση της ανάπτυξης και της χρήσης της ΤΝ σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αξίες του ανθρώπου και ιδίως σε σχέση με τα ανθρώπινα δικαιώματα, τη δημοκρατία και το κράτος δικαίου.