Δημοσιεύθηκε στο businessnews.gr
Η ραγδαία εξάπλωση του νέου κορωνοϊού SARS-CoV-2 (που προκαλεί την ασθένεια COVID-19) παγκοσμίως αποτελεί μία πρωτόγνωρη κατάσταση που θα πλήξει αδιαμφισβήτητα το εγχώριο και διεθνές οικονομικό και επιχειρηματικό περιβάλλον. Με υπουργικές αποφάσεις έχουν ήδη επιβληθεί μέτρα προσωρινής αναστολής λειτουργίας μεγάλου μέρους δημόσιων υπηρεσιών και ιδιωτικών επιχειρήσεων, προς τον σκοπό περιορισμού της εξάπλωσης του ιού.
Η απομάκρυνση εργαζομένων από το εργασιακό περιβάλλον, η αναστολή λειτουργίας των επιχειρήσεων, οι ταξιδιωτικοί περιορισμοί και γενικότερα το ξέσπασμα της πανδημίας πιθανολογείται ότι θα επηρεάσουν την ομαλή εκτέλεση συμβατικών σχέσεων και υποχρεώσεων.
Μπορεί όμως η εξάπλωση του ιού και τα προληπτικά μέτρα που λαμβάνονται από τις επιχειρήσεις και το κράτος να αποτελέσουν γεγονότα ανωτέρας βίας που οδηγούν σε απαλλαγή από τις συμβατικές υποχρεώσεις;
- Η έννοια της ανωτέρας βίας στο Ελληνικό δίκαιο
Σύμφωνα με το άρθρο 330 του Αστικού Κώδικα «Ο οφειλέτης ενέχεται, αν δεν ορίστηκε κάτι άλλο, για κάθε αθέτηση της υποχρέωσής του από δόλο ή αμέλεια, δική του ή των νόμιμων αντιπροσώπων του. Αμέλεια υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές». Η ευθύνη προς αποζημίωση σε περίπτωση αθέτησης των υποχρεώσεων από ενοχή διέπεται από την αρχή της υπαιτιότητας, ο οφειλέτης δηλαδή υπέχει ευθύνη μόνο όταν βαρύνεται με υπαιτιότητα (δόλο ή αμέλεια).
Ο όρος τυχηρά (γεγονότα) χρησιμοποιείται για όλα τα περιστατικά που δεν οφείλονται σε υπαιτιότητα (δόλο ή αμέλεια) του ζημιώσαντος και επομένως δεν δημιουργούν ευθύνη στο πρόσωπό του. Στην ευρεία έννοια του τυχηρού γεγονότος εντάσσεται και η ανωτέρα βία (force majeure), η οποία περιλαμβάνει τις ακραίες περιπτώσεις εκείνων των περιστατικών που είναι για τις ανθρώπινες δυνάμεις αδύνατο να αποτραπούν ή τουλάχιστον δυσκολότερο σε σχέση με τα λοιπά τυχηρά. Κατά πάγια νομολογία, ως ανωτέρα βία νοείται κάθε απρόβλεπτο και εξαιρετικό γεγονός, είτε αντικειμενικό είτε σχετικό με το πρόσωπο του δικαιούχου, το οποίο δεν μπορεί να αποτραπεί με μέτρα εξαιρετικής επιμέλειας και σύνεσης του μέσου ανθρώπου. Ο ορισμός ενός περιστατικού ως γεγονότος ανωτέρας βίας είναι ζήτημα πραγματικό, που κρίνεται κατά περίπτωση βάσει των συνθηκών και της εκάστοτε συμφωνίας των μερών.
- Συμβάσεις παροχής υπηρεσιών/έργου – Ειδικά οι συμβάσεις εξωτερικής ανάθεσης (“outsourcing”)
Στις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών ή έργου που συνάπτουν επιχειρήσεις με πελάτες και προμηθευτές τίθεται συνήθως όρος ότι τα μέρη δεν ευθύνονται για παράλειψη εκπλήρωσης των συμβατικών υποχρεώσεών τους αν η παράλειψη αυτή οφείλεται σε ανωτέρα βία. Στις περιπτώσεις στις οποίες από την σύμβαση δεν προκύπτει ποια συγκεκριμένα περιστατικά αποτελούν γεγονότα ανωτέρας βίας που αποκλείουν την ευθύνη, τίθεται το ερώτημα πώς εννοεί ο νόμος την έννοια της ανωτέρας βίας. Η απάντηση αποτελεί ζήτημα ερμηνείας, λαμβάνοντας υπόψη την φύση και τον σκοπό της εκάστοτε σύμβασης, την σχέση των συμφερόντων και την οικονομική ισχύ των μερών. Το μέρος που επικαλείται ανωτέρα βία πρέπει να αποδείξει ότι (α) έχει συμβεί συγκεκριμένο απρόβλεπτο γεγονός, το οποίο είναι εκτός της σφαίρας επιρροής του, (β) το γεγονός αυτό έχει εμποδίσει ή καθυστερήσει την εκτέλεση της σύμβασης εκ μέρους του μέρους που επικαλείται ανωτέρα βία και (γ) το μέρος αυτό έχει λάβει όλα τα κατάλληλα μέτρα για την αποφυγή ή τον μετριασμό του συμβάντος και των συνεπειών του. Βάσει αυτών θα κριθεί η ορθή κατανομή των κινδύνων μεταξύ των μερών, πότε δηλαδή θα υπάρχει απαλλαγή από την ευθύνη λόγω ανωτέρας βίας και πότε όχι.
Στην προκειμένη περίπτωση, δεν έχει υπάρξει μέχρι στιγμής αντίστοιχο επιδημιολογικό φαινόμενο που να έχει κριθεί νομολογιακά ότι αποτελεί γεγονός ανωτέρας βίας. Έτσι, ακόμα και στις περιπτώσεις συμβάσεων στις οποίες δεν γίνεται ειδική αναφορά (για «επιδημία» ή «πανδημία»), οι συμβαλλόμενες επιχειρήσεις θα μπορούσαν να ισχυριστούν πως το ξέσπασμα της πανδημίας του κορωνοϊού αποτελεί γεγονός ανωτέρας βίας. Τούτο διότι πρόκειται για γεγονός το οποίο είναι αναπόφευκτο ακόμη και με την καταβολή άκρας επιμέλειας από την πλευρά τους.
Ωστόσο, ένα σοβαρό επιχείρημα πως στην συγκεκριμένη περίπτωση η εξάπλωση του νέου κορωνοϊού SARS-CoV-2 δεν συνιστά περιστατικό ανωτέρας βίας είναι πως ο κάθε συμβαλλόμενος θα έπρεπε να έχει λάβει τέτοια μέτρα, που να αποτρέπουν την αναστολή ισχύος των υφιστάμενων συμβάσεων και την μη εκπλήρωση των συμβατικών του υποχρεώσεων. Αυτή η υποχρέωση προκύπτει από την καλόπιστη εκπλήρωση των παροχών κατά το άρθρο 288 του Αστικού Κώδικα, σύμφωνα με την οποία τα μέρη υποχρεούνται να παρέχουν κάθε απαραίτητη συνδρομή με σκοπό την εκπλήρωση της σύμβασης. Ο ιός είχε διαγνωσθεί ήδη από το Δεκέμβριο του 2019 και έκτοτε έχουν δοθεί πολλαπλές προειδοποιήσεις από την επιστημονική κοινότητα ότι το ενδεχόμενο επιδημίας –πολλώ δε μάλλον πανδημίας- θα επηρεάσει άρδην τις οικονομικές συνθήκες με το κλείσιμο επιχειρήσεων. Οι επιχειρήσεις θα έπρεπε επομένως, ανάλογα με την φύση της εκάστοτε υπηρεσίας, να έχουν προβλέψει εναλλακτικούς τρόπους για την παροχή και αποδοχή υπηρεσιών. Μάλιστα, στις περιπτώσεις που από την φύση της υπηρεσίας ή του έργου μπορεί να υποστηριχθεί εξ αποστάσεως παροχή, φαίνεται πως η δημιουργία υποδομών απομακρυσμένης πρόσβασης δεν απαιτεί υπέρμετρες οικονομικές θυσίες, ούτε είναι ιδιαιτέρως χρονοβόρα διαδικασία και επιπλέον, η δημιουργία τέτοιων υποδομών αποβαίνει κατ’ αποτέλεσμα εις όφελος των ίδιων των επιχειρήσεων. Περαιτέρω, μπορεί να υποστηριχθεί ότι ανωτέρα βία στοιχειοθετείται μόνο στην περίπτωση που το κλείσιμο της λειτουργίας της επιχείρησης επιβάλλεται με απόφαση της Αρχής και όχι στην περίπτωση προληπτικής αναστολής λειτουργίας με απόφαση της ίδιας της επιχείρησης.
Στο πλαίσιο αυτό, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι περιπτώσεις συμβάσεων παροχής υπηρεσιών με εξωτερική ανάθεση («outsourcing»), δυνάμει των οποίων μία επιχείρηση («Εταιρεία») αναλαμβάνει την παροχή υπηρεσιών π.χ. πληροφορικής, ανάπτυξης λογισμικού, λογιστικής παρακολούθησης κλπ. προς μία άλλη επιχείρηση («Πελάτης»), μέσω προσωπικού της που απασχολείται στις εγκατάστασεις του Πελάτη. Στις περιπτώσεις αυτές ανακύπτει το ζήτημα αν το κλείσιμο της επιχείρησης του Πελάτη αποτελεί λόγο ανωτέρας βίας που τον απαλλάσσει από την υποχρέωση καταβολής της αμοιβής της Εταιρείας βάσει της μεταξύ τους σύμβασης. Και στις περιπτώσεις αυτές θα πρέπει να συνεκτιμηθούν η φύση της συγκεκριμένης υπηρεσίας (αν δηλαδή πρόκειται για υπηρεσία που απαιτεί φυσική παρουσία του προσωπικού στις εγκατάστασεις του Πελάτη ή μπορεί να πραγματοποιηθεί και εξ αποστάσεως), ο λόγος αναστολής της λειτουργίας της επιχείρησης του Πελάτη (αν δηλαδή έγινε οικειοθελώς ή αναγκαστικά με απόφαση της Αρχής), καθώς και τα μέτρα που έλαβε ο Πελάτης προκειμένου να μετριάσει τις επιπτώσεις της εξάπλωσης του ιού στην εκπλήρωση των συμβατικών του υποχρεώσεων, π.χ. δυνατότητα αποδοχής των υπηρεσιών μέσω απομακρυσμένης πρόσβασης, δημιουργία ασφαλούς δικτύου και υποδομής που θα επιτρέπει την τηλεργασία κλπ. Έτσι, θα μπορούσε βάσιμα να υποστηριχθεί ότι στην περίπτωση που η συγκεκριμένη υπηρεσία μπορεί να παρασχεθεί και εξ αποστάσεως, όπως π.χ. στην περίπτωση παροχής υπηρεσιών πληροφορικής, κατά την οποία η προσφορά της υπηρεσίας από την πάροχο Εταιρεία παραμένει διαθέσιμη, ωστόσο ο Πελάτης αδυνατεί να την αποδεχτεί λόγω μη λήψης επαρκών μέτρων ασφαλείας ή μη υποστήριξης τηλεργασίας, ο Πελάτης δεν απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής της συμφωνηθείσας αμοιβής στην Εταιρεία.
- Συμβατικές σχέσεις με εργαζόμενους
Κατά τη διάταξη του άρθρου 656 του Αστικού Κώδικα «[…] Δικαίωμα να απαιτήσει το μισθό έχει ο εργαζόμενος και στην περίπτωση που η αποδοχή της εργασίας είναι αδύνατη από λόγους που αφορούν στον εργοδότη και δεν οφείλονται σε ανώτερη βία». Έτσι λοιπόν, εάν ο λόγος για τον οποίο ο εργοδότης δεν μπορεί να απασχολήσει τον εργαζόμενο οφείλεται σε ανωτέρα βία, τότε απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής του μισθού.
Διακριτές είναι δύο περιπτώσεις: ο ίδιος ο εργοδότης αποφασίζει το κλείσιμο της δικής του επιχείρησης υπό την απειλή της μετάδοσης του ιού ή αυτό επιβάλλεται με απόφαση της Αρχής. Εάν ο εργοδότης, υπό την υποψία κρούσματος COVID-19 μεταξύ των εργαζομένων του ή και για λόγους προληπτικούς λόγω της ευρείας επιδημιολογικής έξαρσης, αποφασίσει την αναστολή της λειτουργίας της επιχείρησής του, δεν απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής μισθού στους εργαζομένους του. Τούτο διότι το άρθρο 42 παρ. 10 του Ν. 3850/2010 ορίζει ότι η λήψη μέτρων για την υγιεινή και ασφάλεια των εργαζομένων δεν συνεπάγεται οικονομική επιβάρυνση των εργαζομένων. Αντιθέτως, εάν το κλείσιμο της επιχείρησης επιβληθεί με απόφαση της Αρχής, ο λόγος αυτός συνιστά ανωτέρα βία και συνακόλουθα δεν οφείλονται οι νόμιμες αποδοχές των εργαζομένων.
Στην περίπτωση δε της εξωτερικής ανάθεσης υπηρεσιών που αναφέρθηκε παραπάνω, η αναστολή της λειτουργίας της επιχείρησης του Πελάτη είτε λόγω απόφασης της Αρχής, είτε για λόγους προληπτικούς, δεν φαίνεται να συνιστά λόγο ανωτέρας βίας για τις σχέσεις της παρόχου Εταιρείας με τους εργαζομένους της που απασχολούνται στον Πελάτη. Το ότι αναστέλλεται η ισχύς μιας σύμβασης παροχής υπηρεσιών της Εταιρείας για λόγο ανωτέρας βίας που αφορά τον Πελάτη δεν συνεπάγεται ότι αυτό αποτελεί και λόγο ανωτέρας βίας για την ίδια την Εταιρεία (εκτός αν ανασταλεί και η δική της λειτουργία με απόφαση της Αρχής). Ως αντίλογος, ωστόσο, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η έννοια της ανωτέρας βίας θα είναι κοινή και στις δύο περιπτώσεις, δηλαδή τόσο για τη σύμβαση παροχής υπηρεσιών, όσο και για τις συμβατικές σχέσεις Εταιρείας-εργαζομένων, με δεδομένο ότι η αναστολή της λειτουργίας της επιχείρησης του Πελάτη είναι γεγονός που επηρεάζει άμεσα την επιχειρηματική δραστηριότητα της Εταιρείας χωρίς δική της ευθύνη.
- Συμπεράσματα
Είναι γεγονός ότι η εξάπλωση του κορωνοϊού SARS-CoV-2 και η προκληθείσα πανδημία έχει ήδη οικονομικές επιπτώσεις στην αγορά και στο επιχειρηματικό περιβάλλον, ενώ είναι σχεδόν βέβαιο ότι το προσεχές διάστημα θα οδηγήσει στην επίκληση λόγων ανωτέρας βίας εκ μέρους επιχειρήσεων για την μη εκπλήρωση συμβατικών υποχρεώσεών τους. Είναι σαφές ότι η αποδοχή ή μη ανωτέρας βίας κρίνεται κατά περίπτωση βάσει των συμβατικών όρων και πραγματικών συνθηκών κάθε περίστασης, ωστόσο σε κάθε περίπτωση πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα ειδικότερα μέτρα επιμέλειας που έχει λάβει κάθε επιχείρηση για την ελαχιστοποίηση των δυσμενών συνεπειών της πανδημίας και την συνέχιση της λειτουργίας της προς τον σκοπό εκπλήρωσης των υφιστάμενων συμβατικών της υποχρεώσεων.