Δημοσιεύθηκε στο protothema.gr
Η ευρωπαϊκή ενοποίηση ακολουθεί αλματώδεις ρυθμούς ενώ η ελευθερία εγκατάστασης φυσικών προσώπων και η ελευθερία κίνησης κεφαλαίων και παροχής υπηρεσιών αποτελούν θεμελιώδεις αρχές εντός της Ευρωπαϊκής Ενωσης
Ολοένα περισσότερο, όμως, αυξάνεται η κινητικότητα νομικών προσώπων μεταξύ κρατών-μελών. Σε αυτό το πλαίσιο, έχουν θεσπιστεί ενιαίοι ευρωπαϊκοί κανόνες για τις εταιρικές μεταβολές, δηλαδή τους διασυνοριακούς μετασχηματισμούς (διάσπαση, συγχώνευση), ενώ το 2019 εκδόθηκε Ευρωπαϊκή Οδηγία που θα επιτρέπει μελλοντικά την αλλαγή εθνικότητας/έδρας μιας εταιρείας με τη μορφή μετατροπής.
Τίθεται όμως το ερώτημα: πώς φορολογείται όλη αυτή η κινητικότητα των νομικών προσώπων εντός της Ευρωπαϊκής Ενωσης; Τον Ιούλιο του 2020 ενσωματώθηκε σε ελληνικό νόμο Ευρωπαϊκή Οδηγία η οποία εισήγαγε φόρο «κατά την έξοδο» (exit tax). Ο φόρος αυτός επιβάλλεται σε περιπτώσεις όπου ένα κράτος-μέλος χάνει φορολογητέα ύλη, δηλαδή όταν τα περιουσιακά στοιχεία μιας εταιρείας μεταβιβάζονται σε άλλο κράτος-μέλος ή και σε χώρα εκτός Ευρωπαϊκής Ενωσης. Σε αυτή την περίπτωση, οι φορολογικές αρχές ενδεχομένως χάνουν το δικαίωμα επιβολής φόρου σε κάποια από τα περιουσιακά αυτά στοιχεία. Στόχος είναι η επιβολή φόρου οποιουδήποτε κεφαλαιακού κέρδους κατά τον χρόνο εξόδου της εταιρείας από το κράτος-μέλος, όπου δημιουργήθηκαν η υπεραξία και ο φορολογικός πλούτος της εταιρείας.
Ο νόμος (4714/2020) προβλέπει ότι σε φόρο κατά την έξοδο υποβάλλεται κάθε νομικό πρόσωπο που έχει τη φορολογική του κατοικία καθώς και μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα για κάθε μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων σε άλλο κράτος, εφόσον οι ελληνικές φορολογικές αρχές χάνουν το δικαίωμα να φορολογούν τα περιουσιακά αυτά στοιχεία. Επιπλέον, απαιτείται τα περιουσιακά αυτά στοιχεία να παραμένουν εντός της νομικής κυριότητας ή της οικονομικής σφαίρας επιρροής της ίδιας της εταιρείας που μεταβιβάζει τα περιουσιακά στοιχεία.
Το εάν και με ποιες ειδικότερες προϋποθέσεις θα εφαρμοστεί ο νόμος και θα επιβληθεί φόρος κατά την έξοδο παραμένει ακόμη ασαφές, αφού αναμένονται και σχετικές διευκρινίσεις από τις φορολογικές αρχές. Φαίνεται, πάντως, πιθανότερο ότι δεν θα επιβάλλεται φόρος κατά την έξοδο στην περίπτωση της διασυνοριακής συγχώνευσης, αφού η περιουσία μεταβιβάζεται σε άλλη εταιρεία. Στην περίπτωση αλλαγής εθνικότητας, ωστόσο, η εταιρεία πιθανότατα θα υπόκειται σε φόρο κατά την έξοδο, αφού η μεταβιβαζόμενη περιουσία μεταφέρεται σε άλλο κράτος-μέλος, αλλά παραμένει υπό την κυριότητα της εταιρείας που μετέβαλε την εθνικότητά της.
Με μια κριτική ματιά, η θέσπιση του φόρου αυτού μέσω Οδηγίας που αποτελεί πλέον κανόνα σε νομικά συστήματα και των λοιπών κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης δημιουργεί προβληματισμούς. Η Οδηγία που θέσπισε τον φόρο κατά την έξοδο έχει ως στόχο τη θέσπιση κανόνων σχετικά με πρακτικές φοροαποφυγής, ώστε να αποφευχθούν αρνητικές συνέπειες και η απώλεια δημοσίων εσόδων, στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής αγοράς κεφαλαίων. Με τη θέσπιση του φόρου αυτού, όμως, επιτυγχάνεται αντίστροφο αποτέλεσμα, αφού τίθεται σοβαρό πρόσκομμα στην ελευθερία εγκατάστασης των νομικών προσώπων και την ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων. Με αυτό τον τρόπο δεν ενισχύεται η κινητικότητα εταιρειών μεταξύ κρατών-μελών, αφού η επιβολή ενός τέτοιου φόρου θα αποτελέσει πιθανό εμπόδιο σε μια επιχειρηματική απόφαση για αλλαγή της εθνικότητας μιας εταιρείας.
*Ο Βασίλης Οικονομίδης είναι Δικηγόρος, LLM, διαχειριστής εταίρος της «Β.Δ. Οικονομίδης & Συνεργάτες Δικηγορική Εταιρία»